συμμυσταγωγός

συμμυσταγωγός
ὁ, Μ
αυτός που εισάγει κάποιον σε μυστήρια μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μυσταγωγός «κατηχητής, καθοδηγητής»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμμυσταγωγώ — έω, Μ [συμμυσταγωγός] μυώ κάποιον σε μυστήρια από κοινού ή μαζί με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”